Σακούνταλα

Σακούνταλα
Τίτλος ενός από τα ωραιότερα δράματα του Ινδού ποιητή Καλιντάσα, που περιστρέφεται γύρω από τον εξής ινδικό μύθο: Ο βασιλιάς Ντουχμαντά ερωτεύεται και παντρεύεται την πανέμορφη Σ., που συνάντησε τυχαία στο ερημητήριο του Κάνομα. Κάποιος μάγος όμως, δυσαρεστημένος με αυτόν το γάμο, εξαπολύει τόσες κατάρες, ώστε ο βασιλιάς παύει να αγαπά και μάλιστα διώχνει από τα ανάκτορα την όμορφη σύζυγό του. Η πριγκίπισσα καταφεύγει και πάλι στο ερημητήριό της και αφιερώνει ολόψυχα τη ζωή της στην ανατροφή του γιου της Βαράτα. Μετά από λίγα χρόνια κάνα την εμφάνιση της στο παλάτι του βασιλιά φορώντας το δαχτυλίδι που ο ίδιος της είχε χαρίσει σαν ένδειξη της αγάπης του, γίνεται δεκτή με θέρμη από αυτόν και ο έρωτας του ζευγαριού ξαναγεννιέται δυνατότερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σακουντάλα — (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 27 Ιουνίου 1930. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 15,5 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,6 από τον Ήλιο …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καλιδάσα — (Kalidasa, περ. 340 – περ. 400 μ.Χ.). Ινδός ποιητής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κ. ήταν μυημένος στη λατρεία της θεάς Κάλι, εμπνεύστριας της ποίησής του, είναι αβάσιμη και μάλλον οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊνγκάρτνερ, Φέλιξ φον- — (Felix von Weingartner, Ζάρα 1863 – Βίντερτουρ 1942). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε μουσική στο Γκρατς και φιλοσοφία στη Λειψία, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Φραντς Λιστ. Στη συνέχεια, άρχισε τη διπλή του δράση… …   Dictionary of Greek

  • Μαχαμπαράτα — (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Παντερέφσκι, Iγκνάτσι Γιαν — (Paderewski Ignacy Jan, Κουριλόφκα, Ποντόλια 1860 – Νέα Υόρκη 1941). Πολωνός πιανίστας, συνθέτης και πολιτικός. Τελοιοποίησε τις σπουδές του στο Ωδείο της Βαρσοβίας, του οποίου το 1909 ανέλαβε τη διεύθυνση, ενώ ήδη από το 1878 ήταν καθηγητής του… …   Dictionary of Greek

  • Ταΐροφ, Αλεξάντρ Γιακόβλεβιτς — (ψευδώνυμο του Α.Γ. Κόρνμπλιτ, Ρόμνι 1885 – Μόσχα 1950). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Ερασιτέχνης ηθοποιός στα φοιτητικά του χρόνια, αφού πήρε το δίπλωμά του αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 1914… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”