Σακουντάλα — (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 27 Ιουνίου 1930. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 15,5 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,6 από τον Ήλιο … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Καλιδάσα — (Kalidasa, περ. 340 – περ. 400 μ.Χ.). Ινδός ποιητής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κ. ήταν μυημένος στη λατρεία της θεάς Κάλι, εμπνεύστριας της ποίησής του, είναι αβάσιμη και μάλλον οφείλεται στην… … Dictionary of Greek
Βαϊνγκάρτνερ, Φέλιξ φον- — (Felix von Weingartner, Ζάρα 1863 – Βίντερτουρ 1942). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε μουσική στο Γκρατς και φιλοσοφία στη Λειψία, και συμπλήρωσε τις σπουδές του με τον Φραντς Λιστ. Στη συνέχεια, άρχισε τη διπλή του δράση… … Dictionary of Greek
Μαχαμπαράτα — (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία… … Dictionary of Greek
Παντερέφσκι, Iγκνάτσι Γιαν — (Paderewski Ignacy Jan, Κουριλόφκα, Ποντόλια 1860 – Νέα Υόρκη 1941). Πολωνός πιανίστας, συνθέτης και πολιτικός. Τελοιοποίησε τις σπουδές του στο Ωδείο της Βαρσοβίας, του οποίου το 1909 ανέλαβε τη διεύθυνση, ενώ ήδη από το 1878 ήταν καθηγητής του… … Dictionary of Greek
Ταΐροφ, Αλεξάντρ Γιακόβλεβιτς — (ψευδώνυμο του Α.Γ. Κόρνμπλιτ, Ρόμνι 1885 – Μόσχα 1950). Ρώσος σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Ερασιτέχνης ηθοποιός στα φοιτητικά του χρόνια, αφού πήρε το δίπλωμά του αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη σκηνοθεσία. Τον Δεκέμβριο του 1914… … Dictionary of Greek